΄Ενας μύθος παλιός του χωριού αναφέρει ότι λόγω της ομορφιάς του τόπου στην κορφή του όρους Νεραϊδοβούνι εμφανιζόντουσαν νεράϊδες και ξωτικά χόρευαν γύρω από τους χωριανούς και προσπαθούσαν να τους πάρουν τη λαλιά και να τους κομποδέσουν.
Άλλη μια παράδοση του τόπου ήταν το ζώσιμο, ένα είδος τάματος στο οποίο ζώνανε την εκκλησία τρεις φορές.
Είχε 3 μορφές :
- το κίτρινο,
- το ασημένιο
- και το χρυσό.
Πολλές φορές ζώνανε αντί για την εκκλησία την εικόνα του Αγίου που γιόρταζε.
Το κίτρινο γινόταν με έναν σπάγκο κερωμένο, το ασημένιο με μια αλυσίδα άσπρη σαν ασήμι και το κίτρινο με αλυσίδα κιτρινωπή. Με το σπάγκο συνήθως ζώνανε την εκκλησία και με τις αλυσίδες τις εικόνες.
Επίσης αξίζει να αναφερθεί μια ιστορία των παλιών κατοίκων του χωριού και αφορά την ιδιοκτησία του Νεραϊδοβουνιού. Αναφέρει ότι για να χωρίσουν τα σύνορά τους οι Μυρισιώτες με τους Λασπιώτες (κάτοικοι του διπλανού χωριού Άγιος Νικόλαος) δέχθηκαν να πετάξουν μια πέτρα οι κάτοικοι της Μυρίκης από τα δυτικά και οι Λασπιώτες από τα ανατολικά και όπου φτάσει η πέτρα να γίνει το σύνορο. Έτσι ο πιο γεροδεμένος της Μυρίκης που ήταν γιος του Αντριά, ο οποίος είχε σκοτωθεί από τους Τούρκους, πέταξε τη πέτρα και για πολλά χρόνια λέγονταν ότι έφτασε στα ανατολικά «ριζά» του οροπεδίου που άρχιζαν οι καστανιές και τα έλατα και έτσι οι Λασπιώτες «τα μάζεψαν και έφυγαν».
Ξακουστό σε όλη την Ευρυτανία ήταν το πανηγύρι της Μυρίκης. Μετά τη λειτουργία όλοι, ντόπιοι και ξένοι, το ρίχνανε στο φαγοπότι μέχρι το πρωί και αντάλλαζαν ευχές. Τα παιδιά μεταφέρανε τα «πεσκέσια» από τραπέζι σε τραπέζι (το τραπέζι ήταν ένα κιλίμι και για καρέκλες είχαν φρεσκοκομμένες φτέρες), με ένα πιρούνι στο οποίο ήταν καρφωμένο ένα κομμάτι πίτα, ένα κομμάτι κρέας, ένα κομμάτι γλυκό και ένα τσιγάρο «έτοιμο».
Το Πάσχα στο χωριό ήταν η μεγαλύτερη γιορτή για όλους. Ο γιορτινός ήχος της καμπάνας τις μέρες αυτές δονούσε τις ψυχές των ανθρώπων, απάλυνε τις ψυχές τους και αντιλαλούσε σε όλες τις πλαγιές και τα φαράγγια πληροφορώντας την φύση για την μεγάλη στιγμή της Ανάστασης.
Το Μεγαλοβδόμαδο όλο το χωριό ήταν σε κίνηση. Να αγοράσουν μπογιά για φρεσκάρισμα των σπιτιών, τα παιδιά βοηθούσαν τη μάνα να βάψει τα αυγά , να τα στεγνώσουν και να τα βάλουν σε πιατέλα.
Να φτιάξουν τις Πασχαλιάτικες κουλούρες με τα κόκκινα αυγά στη μέση και να πάνε στην Εκκλησία με τη συνοδεία μπαμπά ή παππού για να διαλέξουν λαμπάδες για τον Επιτάφιο και την Ανάσταση. Κάθε Πασχαλιά αγόραζαν καινούρια ρούχα και παπούτσια στα παιδιά και κάνα κόκκινο τσαρούχι για το μπαμπά ή τον παππού, μιας και το επέβαλε η αναστάσιμη μέρα.
Κατά τις τρεις- τέσσερις το πρωί ανήμερα το Πάσχα, όλοι ήταν έτοιμοι, με τη πρώτη καμπάνα άναβαν τους πυρσούς από ρετσίνι και ξεκινούσαν προς την εκκλησία. Όλοι οι χωριανοί ήταν ντυμένοι με τα καλά τους, οι αρραβωνιασμένοι είχαν λαμπάδες «πλουμιστές» και όλοι μαζί περίμεναν με κατάνυξη την ώρα που ο παπάς θα έψελνε το «Δεύτε λάβετε Φως» και το «Χριστός Ανέστη» και οι χωριανοί αντεύχονταν όλοι μαζί «Αληθώς ο Κύριος».